- μεχάρι
- και μεχαρί, το και ηείδος δρομάδας καμήλας που χρησιμοποιείται στην κεντρική και βόρεια Αφρική για γρήγορες διαδρομές, επειδή μπορεί να διανύσει 200 χιλιόμετρα ημερησίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mehari < αραβ. mehri].
Dictionary of Greek. 2013.